ἀνάστατον

ἀνάστατον
ἀνάστατος
made to rise up and depart
masc/fem acc sg
ἀνάστατος
made to rise up and depart
neut nom/voc/acc sg
ἀνάστᾱτον , ἀνίστημι
make to stand up
aor ind act 2nd dual (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • περίστατος — ον, ουδ. και όν, Α [περιίστημι] 1. αυτός που περικυκλώνεται και θαυμάζεται από το πλήθος («περίστατοι οἱ περίβλεπτοι, ἐφ οἷς ἄν τις σταίη βουλόμενος θεᾱσθαι» Λεξ. Ρητ.) 2. αυτός που στέκεται σε κύκλο και θαυμάζει («περίστατον βοῶσα τὴν κώμην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”